Η εγκατάσταση του ασύρματου

2012-11-11 03:34

Αλώνες:  Η εγκατάσταση του ασύρματου στο χωριό

Στο μικρό δάσος που βρίσκεται νοτιοανατολικά του χωριού αυτού ήταν εγκατεστημένος, κατά διαστήματα και επί πολλούς μήνες κάθε φορά, ασύρματος του Σ.Σ. Και γράφει ο Γ.Ψυχουντάκης:

Μόλις γύρισα, λοιπόν, από το χωριό μου και προτού προλάβω να καλοκαθίσω, με φώναξε ο κ.Μιχάλης και φεύγομε μαζί αμέσως. Με κάπου τέσσερις ώρες πορεία φτάσαμε στις Αλώνες. Βρήκαμε τον παπα-Γιάννη Αλεβυζάκη και τον ρωτήσαμε αν μπορούσαμε να μεταφέρουμε τον ασύρματό μας στο χωριό τους. Ο παπα-Γιάννης επικοινώνησε με τους χωριανούς του, που όλοι δέχτηκαν και ήταν πρόθυμοι να μας φιλοξενήσουν ξανά. Ο κ.Μιχάλης τους ευχαρίστησε για την προθυμία και την αγάπη τους και φεύγουμε βραδιασμένα, γιατί δεν έπρεπε να χάνομε καθόλου χρόνο. Σ’ όλο το δρόμο βαδίζαμε νύχτα και μόλις φτάσαμε στην σπηλιά μας, μαζεύομε τα πράγματά μας και προτού ξημερώσει, φορτώσαμε και φύγαμε πάλι. Πήγαμε στις Αλώνες και εγκατασταθήκαμε απέναντι από το χωριό στη δασώδη περιοχή-δάσος από κουμαριές και δρυγιάδες σ’ ένα γιδόσπιτο της οικογένειας των Τσαγκαράκηδων.

… Πήγαμε στον Πρινέ, όπου καθίσαμε δύο μέρες. Είδαμε τον Τζιφάκη τον Ρόμπολα και όλους τους γνωστούς και φίλους μας εκεί και γυρίσαμε πάλι στις Αλώνες. Μέχρι να γυρίσομε, το λημέρι το είχαν μετακινήσει σε απόσταση πέντε λεφτά από το χωριό, στην τοποθεσία «Μέσα δρυ» πάλι μέσα στα δάση όπως και το προηγούμενο. Κάθε χωριανός με τη σειρά του είχε αναλάβει και τούτο-ξέχασα να το πω προ πολλού- τη φιλοξενία μας για την κάθε μέρα από φαί, ψωμί και καλό κρασί. Τούτο κράτησε για πολύ διάστημα. Σε κανένα άλλο χωριό στην Κρήτη δεν είχε συμβεί κάτι τέτοιο. Τώρα, ο παπα-Γιάννης είχε καλέσει όλους τους Άγγλους για να κάνουν μαζί Χριστούγεννα ετούτη τη χρονιά – κι όσοι μπόρεσαν πήγαν.

… έλειπα μερικές μέρες και δεν ήξερα τι μπορεί να είχε συμβεί στην απουσία μου κι ήμουν και άνθρωπος που πάντα έβαζα το κακό στο νου μου, όλα τούτα μ’ έκαναν να πάρω τα μέτρα μου. Άφησα το συνηθισμένο δρόμο Ρουμπάδο-Αλώνες και τράβηξα κατά τη ριζοβουνιά. Όταν πλησίασα το τελευταίο ύψωμα – που από την κορυφή του φαίνεται από κάτω το χωριό – άκουσα κι άλλους πυροβολισμούς, που ετούτοι πια με κάνανε να κακοβάλω. Μωρέ, λέω. Από τόσο πρωί οι Αλωνιώτες να μπαλλωτολογούνε, δεν το θωρώ. Δε θα’ ναι για καλό. Με προφύλαξη προχώρησα πίσω από μια πέτρα για να παρατηρήσω και τι να δω! Το χωριό γεμάτο από Γερμανούς! Λίγο παρακάτω μια δεκαριά Γερμανοί ήρχουνταν για να πιάσουν το ίδιο ετούτο ύψωμα που κρατούσα. Το μέρος ήταν βοηθητικό, γύρισα πίσω, απομακρύνθηκα και κρύφτηκα με ταχύτητα.

Γύρισα στο χωριό μου, πήγα και βρήκα τον μπαρμπα-Πέτρο τον Πέτρακα και του είπα τι είδα με τα μάτια μου στις Αλώνες. Το βράδυ βγήκα να κοιμηθώ έξω από το χωριό, όπως έκαναν κάθε βράδυ και οι περισσότεροι άντρες του χωριού μας. Το πρωί ξαναγύρισα στο χωριό και πήγα στου Πέτρακα να δω αν έμαθε τίποτα εν τω μεταξύ. Και είχαμε νέα. Είχαν έρθει και τους βρήκα εκεί και τους δύο ασυρματιστές. Μου έκανε μόνον κατάπληξη πώς βρήκαν δρόμους και μονοπάτια με τη νύχτα και ήρθαν στο χωριό μόνοι τους. Ο Αλέκος ο Καλαιτζής είχε περάσει από το χωριό μας πηγαίνοντας στις Αλώνες και μόνον αυτός ήξερε περίπου προς τα πού εβρίσκετο το χωριό. Και, όπως μου είπαν αυτοί τώρα, το λημέρι το είχαν μετακινήσει πριν δυο μέρες, μισή ώρα απόσταση πιο πάνω από το χωριό στο βουνό. Οι Αλωνιώτες έχτισαν εκεί ένα μικρό ξεροπέτρινο σπίτι, που το σκέπασαν με χώμα ακριβώς για τούτο το σκοπό. Ήταν πίσω από ύψωμα κι έτσι δεν εφαίνετο από το χωριό κι από πουθενά. Εκεί κοντά τους εβρίσκετο και μια τρύπα κατάλληλη κρυψώνα για το μοτεράκι να δουλεύει και να φορτώνει τις μπαταρίες χωρίς να γρικάται εκείνο. Μόλις, λοιπόν, ετούτα τα δύο παιδιά άκουσαν τους πυροβολισμούς το πρωί και είδαν τους Γερμανούς στο χωριό, κρύφτηκαν αμέσως σ’ εκείνην την τρύπα. Όλη τη μέρα έμειναν κρυμμένοι εκεί και σαν άρχισε να βραδιάσει ξετρύπωσαν κι έκοψαν δρόμο για το χωριό μας. Τώρα πώς βρήκαν δρόμο, πώς ξετύλιξαν κι ήρθαν με τη νύχτα στο χωριό, ξένοι κι ακάτεχοι και πέρασαν κι από τα βουνά, αυτό είναι άλλο πράμα. Θα πούμε πως ο Θεός τους βοήθησε.

… Σαν οι Αλωνιώτες είδαν πως οι Γερμανοί έφυγαν χωρίς να βρουν ασύρματο και λημέρι, έτρεξαν μόλις νύχτωσε, ανέβηκαν στο βουνό και πήγαν στο μικρό σπιτάκι. Δε βρήκαν εκεί τους ασυρματιστές, μα δεν ανησύχησαν. Κατάλαβαν πως θα έφυγαν και κάπου θα έχουν κρυφτεί. Μάζεψαν όλα τα πράγματα από το σπιτάκι, τα μετέφεραν και έκρυψαν στην τρύπα όπου είχαν και το μοτεράκι. Μετά από τούτο έστειλαν αγγελιοφόρο στο χωριό μας να μας κάνουν γνωστά τα γεγονότα του χωριού τους. Μας είπαν ακόμη να πάμε να πάρουμε τα πράγματα από την τρύπα, γιατί υπήρχε ο κίνδυνος να ξαναγυρίσουν οι Γερμανοί και να τα βρουν. Υπήρχε πράγματι ο κίνδυνος από τους συλληφθέντες να μην άντεχε κάποιος τα βασανιστήρια που θα του έκαναν οι Γερμανοί να άνοιγε στόμα του και να μιλούσε. Οι αδυναμίες είναι ανθρώπινες. Έπρεπε, λοιπόν, να πάμε να τα πάρομε και χωρίς καμιά καθυστέρηση.